γρανίτα

γρανίτα
η
είδος παγωτού από χυμούς φρούτων που ρουφιέται με καλαμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < ιταλ. granita < grano «κόκκος, σπόρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γρανίτα — η (λ. ιταλ.), παγωμένος χυμός φρούτων: Γρανίτα λεμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”